- ὑποζάκορος
- ὑποζάκοροςunder-priestmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποζάκορος — ὁ, ἡ, Α δευτερεύων νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζάκορος «νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού»] … Dictionary of Greek
ὑποζάκοροι — ὑποζάκορος under priest masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζάκορον — ὑποζάκορος under priest masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποζακορεύω — Α [ὑποζάκορος] είμαι ὑποζάκορος* … Dictionary of Greek
ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… … Dictionary of Greek